Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

εικόνες από μια έκθεση

[...] Κρυφές λαλιές-τα φύλλα, τα πουλιά κ' η κρήνη-
μας λέγαν τι να κάνουμε, τι να μην κάνουμε. Καλό αποκούμπι
οι μάγισσες με τα καζάνια τους και το φλυτζάνι του καφέ.
Κι από πάνου η βαθύφωνη δρυς.

Γιάννης Ρίτσος, Επαναλήψεις Β', "Το τέλος της Δωδώνης Ι"


Πολύ προληπτικοί γενήκαμε απ’ τις τόσες ατυχίες —
προσέχουμε τους ίσκιους των πουλιών και των φύλλων,αφουγκραζόμαστε ανήκουστους ήχους, πισωδρομούμε,μπαίνουμε, αργά το σούρουπο, στο ναό νυχοπατώντας,καίμε λιβάνι στην εστία, ρίχνουμε λάδι στους λύχνους,τοποθετούμε στο βωμό τον χάλκινο οβολό μας,σιμώνουμε στου θεού τ’ αυτί και τον ρωτάμε με ψιθύρους:«πότε;», «από πού;», «με τί;». Κι αμέσως ύστεραβουλώνουμε καλά τ’ αυτιά μας· φεύγουμε. Σαν φτάνουμεέξω απ’ την αγορά, ξεφράζουμε μεμιάς τ’ αυτιά μας —η πρώτη λέξη που μας φτάνει είναι η απάντησηπου μας πέμπει ο θεός. Ποτές η λέξη δεν τυχαίνει να ’ναιαυτή που ευχόμαστε — μπορεί να παρακούσαμε. Και πάλιαρχίζουμε από την αρχή την ίδια ανιαρή διαδικασία —ο ναός, οι λύχνοι, ο οβολός και η αγορά, ώς την ώραπου κλείνουν πια τα μαγαζιά, σβήνουν οι ασετυλίνες,κι εμείς, στο δρόμο, μόνοι, περπατώντας τοίχο τοίχο,ελέγχοντας κείνη τη λέξη γράμμα γράμμα, αντιστρέφονταςτις συλλαβές, χωρίς ποτέ να καταλήγουμε σ’ ό,τι ποθούμε.Έτσι, που λες, ξοδεύουμε τη ζωή μας τώρα στις Φαρέςανάμεσα στην έρημη αγορά και τα δυσοίωνα μαντεία.

Γιάννης Ρίτσος, Η ζωή μας στις Φαρές, Καρλόβασι, 17.VΙ.6


[...] Είχαμε τούς βωμούς, τις εκκλησίες μας, τα μαντεία…
Είχαμε κάπου κι εμείς ν’ αποταθούμε, να ρωτήσουμε
για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, για τη μονόφθαλμη αγελάδα,
για το γαϊδούρι, το μποστάνι, το τσουκάλι. Κι η απάντηση πάντα,
(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:)
σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως-
άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείς
μονάχα την υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα…
Γιάννης Ρίτσος, Λέρος, 6. X. 68



Λυμένα πάντα τα μαλλιά της, σα μοιρολογήτραπάνω από κάποιον αόρατο νεκρόν ή πάνωαπ’ τον ίδιο νεκρό της. «Κακό δώρο —λέει—να μαντεύεις σωστά». Κείνο το δίχτυτο σκοτεινό, του λουτρού, μπροστά στα μάτια τηςσαν τα ίδια τα μαλλιά της, — όχι μόνοδίχτυ θανάτου, μα, χειρότερα, δίχτυ του δόλου,του φθόνου ή του ακατόρθωτου. Κι έρχονταν πάλιοι ωραίες ώρες του έαρος, οι εύθραυστες, —ένα παιδί χώνει τα πόδια του σ’ εκείνητη μεγάλη λεκάνη, παίζει με το σαπούνι,κι αυτή, κάνοντας με τα δυο της νύχιαδυο σχισμές στα πεσμένα μαλλιά της, σα να παίζειμια λύρα, μέσ’ από τ’ ανοίγματα βαθιά παρατηρεί,σωστά μαντεύει και σωστά χαμογελάει.
Γιάννης Ρίτσος, 1966, Μαρτυρίες, Η μάντισα 




Είχε προσφύγει στο μαντείο της Λεβάδειας — νέος ρωμαλέοςκι ευγενικός μαζί, ο Παρμενίσκος απ’ το Μεταπόντιο. Σαν βγήκε απ’ το σπήλαιο,δεν τον γνωρίσαμε σχεδόν — σαν φάσμα του εαυτού του· σαλεμένατα λογικά του· ολότελα εξουθενωμένος. Έτρεμε το ωραίο πηγούνι τουτραυλίζοντας ήχους ακατάληπτους, σα γέροντας ή βρέφος. Ο προφήτης δεν μπόρεσετην ερμηνεία του χρησμού να συντάξει. Ο Παρμενίσκος , ύστερα,υποχρεώθηκε να καταφύγει στο μαντείο των Δελφών, μήπως και μάθειπώς να θεραπευτεί απ’ αυτό που του ’λαχε στο μαντείο της Λεβάδειας,μα ούτε κι εκεί δεν έγινε τίποτα. Πολύ σύντομα χάθηκετ’ όμορφο παλικάρι. Ωστόσο ακόμη, στις παρέες μας, βρίσκονταιπολλοί να τον φθονούν, να τον θαυμάζουν — όχι τόσο για το κάλλος τουόσο για κείνο το ασυλλόγιστο, θανατηφόρο, μάταιο θάρρος του.
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα Ι, Από μαντείο σε μαντειο, Λέρος, 18.III.68

Οι φωτογραφίες είναι από την έκθεση "Δωδώνη, το μαντείο των ήχων", Μουσείο της Ακρόπολης, 2016


Δεν υπάρχουν σχόλια: